ἀθαρσές

ἀθαρσές
ἀθαρσής
discouraged
masc/fem voc sg
ἀθαρσής
discouraged
neut nom/voc/acc sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • αθαρσής — ἀθαρσής, ές (Α) 1. αυτός που έχασε το θάρρος του, που πτοήθηκε, αποθαρρυμένος, αποκαρδιωμένος 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἀθαρσές έλλειψη θάρρους, δειλία. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀ στερητ. + θάρσος. ΠΑΡ. αθαρσέω] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”